εὐθετίζειν

εὐθετίζειν
εὐθετίζω
set in order
pres inf act (attic epic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ευθετίζω — (ΑΜ εὐθετίζω) [εύθετος] τακτοποιώ, διευθετώ (α. «τῷ δ αὖτ ὀστέα λευκὰ βοὸς δολίῃ ἐπὶ τέχνῃ εὐθετίσας κατέθηκε», Ησίοδ. β. «πόδας εὐθετίζειν εἰς Εὐαγγελίου ὁδὸν μεθοδεύων», Ευστ.) νεοελλ. (για τα ιστία) στρέφω προς την κατεύθυνση τού ανέμου μσν. 1 …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”